Η Ανυποληψία της Αστρολογίας
Το να κάνει κάποιος μια διάλεξη για την αστρολογία φαίνεται, ίσως, εκτός τόπου σ’ ένα συνέδριο που αφορά στη «νέα» επιστήμη. Δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερα νέο στην αστρολογία. Υπήρχε πριν από την επιστήμη και, με την έννοια αυτή, θα μπορούσε να θεωρηθεί προεπιστημονική, ακόμα και αντιεπιστημονική, στο βαθμό που η αστρολογία αποτελούσε κεντρικό άξονα της μαγικής κοσμοθεωρίας, κάτι που η επιστήμη κυριολεκτικά ξερίζωσε.
Η αστρολογία, φυσικά, είναι η μελέτη των αντιστοιχιών ανάμεσα στα ουράνια και τα γήινα φαινόμενα και, πιο συγκεκριμένα, η πεποίθηση ότι η διευθέτηση των πλανητών σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή αποτελεί τη συμβολική αντανάκλαση του χαρακτήρα και του πεπρωμένου ενός ατόμου που γεννήθηκε σ’ εκείνο το χρονικό σημείο. Ενώ η αστρολογία είχε κεντρική και αξιόλογη θέση στους πολιτισμούς που προηγήθηκαν της επιστημονικής επανάστασης, μετά απ’ αυτήν άρχισε να αποκτά κακή φήμη. Υπάρχουν αιτίες γι’ αυτό και θα τις αναφέρω με συντομία. Δε χρειάζεται να αναφέρω ότι για πολλούς έξυπνους ανθρώπους οι ισχυρισμοί της αστρολογίας μοιάζουν κάπως αστείοι – ένα απλό παιχνίδι συναναστροφών έξω από το χώρο των διανοούμενων, ένα στήριγμα για τους αδύναμους και τους εξαρτημένους, ένα επιφανειακό και ψεύτικο σύστημα που επιβιώνει ως νοητικό απολίθωμα από μια ξεπερασμένη εποχή μόνο ανάμεσα στους κύκλους των αμόρφωτων, των προληπτικών ή απλώς των ηλίθιων.
Έχουν κατηγορήσει την αστρολογία ότι είναι απλουστευτική, φαταλιστική και αναχρονιστική. Δεν έχει θέση στα πανεπιστήμια μας, έχει χλευαστεί από όλους σχεδόν τους κλάδους της σύγχρονης μάθησης και έχει καταδικαστεί από την εκκλησία ως αίρεση. Η εχθρότητα εναντίον της αστρολογίας δεν εμφανίστηκε ποτέ τόσο έντονα όσο το 1975, όταν 186 κορυφαίοι επιστήμονες, εκ των οποίων οι 18 είχαν τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ, υπόγραψαν μια επιθετική δήλωση εναντίον της αστρολογίας, με την οποία την αποκήρυσσαν. Δεδομένης της ανυποληψίας της αστρολογίας, προβληματιζόμαστε, ίσως, όταν μαθαίνουμε ότι κάποτε είχε θεωρηθεί η θεϊκή τέχνη, η «μητέρα όλων των επιστημών» και άξια να μελετηθεί από τον Νικόλαο Κοπέρνικο, τον Γαλιλαίο, τον Γιοχάνες Κέπλερ και τον Σερ Ισαάκ Νιούτον – ανθρώπους αφιερωμένους στην αστρολογία, από την οποία αντλούσαν έμπνευση. Γνωρίζουμε ότι οι νόμοι της πλανητικής κίνησης του Κέπλερ προέρχονται στο μεγαλύτερο μέρος τους από την έρευνα του για τη μουσική των σφαιρών, τη μεγάλη κοσμική αρμονία για την οποία μίλησε ο Πυθαγόρας – ο διασημότερος αστρολόγος της αρχαίας Ελλάδας. Με τον ίδιο τρόπο, η προσπάθεια του Νιούτον να κατανοήσει τη βασική αιτία της αστρολογικής επίδρασης τον οδήγησε στη θεωρία του για την έλξη της βαρύτητας. Η Οργανική Κοσμοαντίληψη των Παραδοσιακών Πολιτισμών Για να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο οι θεμελιωτές της σύγχρονης επιστήμης ήταν αστρολόγοι αυτοί οι ίδιοι, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε την παραδοσιακή κοσμοαντίληψη, την οποία η επιστήμη έπρεπε αρχικά να κατακτήσει και να αντικαταστήσει.
Επί χιλιετηρίδες οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο είχαν μια κοινή πίστη: ότι το Σύμπαν ήταν έμψυχο. Ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα εκλαμβάνονταν ως ένα τεράστιο πλέγμα έμψυχης συνείδησης, η οποία εξουσιάζονταν από μια άπειρη διάνοια.[1] Το Ον αυτό δεν ήταν διακριτό από τον κόσμο, αλλά ενυπήρχε στις διαδικασίες και τους κύκλους της φύσης. Ενώ διάφορες θρησκείες και φιλοσοφίες αναφέρονται σ’ αυτό το υπέρτατο Ον με διαφορετικά ονόματα, ήταν σχεδόν ομόφωνη η αντίληψη ότι ο κόσμος ήταν εμψυχωμένος. Στη νεοπλατωνική φιλοσοφία, ολόκληρο το σύμπαν αντιμετωπίζονταν ως ένας ζωντανός οργανισμός. Ο οργανισμός αυτός είχε ιεραρχική δομή, έτσι ώστε το σύστημα του κόσμου να είναι μια «Μεγάλη Αλυσίδα της Ύπαρξης», περιφέρειες μέσα σε περιφέρειες που όλο και αυξάνονταν η διάμετρος τους, οι οποίες κορυφώνονταν στον ίδιο τον Κόσμο, την υπέρτατη, περικλείουσα τα πάντα, ολότητα (Lovejoy, 1936). Τα άστρα και οι πλανήτες ήταν εκφράσεις των λειτουργιών του οργανισμού αυτού, όπως ακριβώς και τα διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος είναι εκφράσεις και όργανα των λειτουργιών του. Κάθε ύπαρξη στη φύση αντιστοιχούσε σ’ αυτό το γενικό σχέδιο. Κάθε πράγμα ήταν τμήμα ενός μεγαλύτερου συνόλου, ενώ και το ίδιο ήταν ένα σύνολο που περιείχε τα δικά του επιμέρους τμήματα.
Η μοναδική κοσμοθεωρία που επικρατούσε σχετικά με τη φύση ήταν οι αντιστοιχίες ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα. Επίσημα, ήταν γνωστή ως το δόγμα του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου, μια αντίληψη που βασίζονταν στην αναλογία μεταξύ του όλου και των τμημάτων του – το κατώτερο ήταν ένας μικρόκοσμος του ανώτερου. Οι αντιστοιχίες ερμηνεύονταν με την ερμητική έννοια των «όμοιων» και των «συμπαθειών». Όμοια ήταν οι δομές εκείνες που συμφωνούσαν ως προς το σχήμα τους, άσχετα αν διέφεραν ως προς το μέγεθος τους. Έτσι, οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν το Σύμπαν σαν ένα μεγάλο σύστημα ομοίων, τα οποία μειώνονταν σε μέγεθος, καθώς κατέρχονταν τις βαθμίδες της ζωής και τα οποία ενώνονταν από συντονισμένους δεσμούς συμπάθειας (Hall, 1936).
Το δόγμα ότι κάθε τι στο Σύμπαν ενώνεται με όλα τα άλλα, κυρίως εξαιτίας μυστικών συγγενειών, αποτέλεσε τη θεμελίωση της αστρολογίας. Αφού ο Άνθρωπος θεωρήθηκε καθρέφτης της κοσμικής τάξης, κάθε πλευρά της φυσικής και της ψυχικής ανατομίας του είχε το αντίστοιχο της στην ουράνια σφαίρα. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ήταν ένας μικρόκοσμος – μια μινιατούρα του σύμπαντος – που αντικατόπτριζε το μακρόκοσμο, το Σύμπαν στην ολότητα του. Η ουσία της διδασκαλίας αυτής περικλείεται στο ερμητικό απόφθεγμα, «όπως επάνω, έτσι και κάτω.»
[1] “…as a vast network of living consciousness governed by an infinite intelligence.”, στο κείμενο.